- αφέντης
- ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης)άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν.-νεοελλ.1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής2. κύριος, αφεντικό3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης4. πλούσιος, κτηματίαςνεοελλ.1. πατέρας2. σύζυγος3. μπάρμπας, σεβαστός γέρος4. πεθερός5. φρ. «χάνει ο σκύλος τον αφέντη» — υπάρχει μεγάλη κοσμοσυρροή ώστε χάνει ο ένας τον άλλοαρχ.1. φονιάς2. μέλος της οικογένειας του φονιά3. ο δράστης, αυτός που διέπραξε κάτι4. ως επίθ. φρ. «αὐθένται θάνατοι» αλληλοσκοτωμοί μέσα στην ίδια οικογένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο παράλληλος του αυθέντης τύπος αυτοέντης (Σοφ.) καθώς και η «γλώσσα» του Ησυχίου συνέντης «συνεργός» οδηγούν στην άποψη ότι η λ. είναι σύνθετη < αυτός («από μόνος του, από δική του πρωτοβουλία») + *έντης («αυτός που πραγματοποιεί κάτι» — πιθ. < απαθή βαθμίδα του ρ. ανύω «διεκπεραιώνω», με ενδεχόμενη επίδραση του θείνω λόγω της σημασίας του αυθέντης «φονιάς»). Η υπόθεση κατά την οποία η λ. αυθέντης προήλθε από συμφυρμό των λ. *αυτ-έντης (με ασαφές το β' συνθετικό) + *αυτο-θέντης (β' συνθετικό < θείνω), με συλλαβική ανομοίωση σε αυθέντης, δεν είναι ικανοποιητική. Ο μσν. και νεοελλ. τ. αφέντης πιθ. < αφθέντης < αυθέντης* (φωνητική εξέλιξη). Ή πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό που ξεκινάει από το ρ. διαφεντεύω, (απόδοση του λατ. defendere), το οποίο επέδρασε στο σημασιολογικά συγγενές αυθεντεύω και το μετέβαλε σε αφεντεύω > αφέντης. Κατ' άλλη, τέλος, ετυμολογία, ο τ. αφέντης < αυτέντης (με ανομοιωτική αποβολή του -τ-, πρβλ. πενήντα < πεντήντα) < αυθέντης. Η λ. αφέντης έδωσε στην Τουρκική τον τ. effendi. Η λ. αυθέντης απαντά με αρχική σημασία «ο υπεύθυνος έργου, κυρίως ο υπεύθυνος ανθρωποκτονίας» (Αντιφών), απ' όπου προέκυψε η έννοια «φονιάς», με την οποία μαρτυρείται στον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη και τον Αντιφώντα. Στον Ευριπίδη η λ. δηλώνει «τον αίτιο του θανάτου κάποιου», στον Σοφοκλή τον ίδιο «τον φονιά», ενώ στον Αισχύλο «τον φονιά συγγενούς προσώπου (παιδιού, συζύγου, πατέρα)», χρησιμοποιείται δε ως επίθετο των λ. φόνος και θάνατος. Επίσης, στη λ. αυθέντης αποδόθηκε και η σημασία «του αυτόχειρος». Στους μετακλασικούς χρόνους ο όρος σημαίνει κυρίως «τον δημιουργό, τον αίτιο» (Πολύβιος, Διόδωρος ο Σικελιώτης), ενώ στους βυζαντινούς χρόνους απαντά ευρύτατα με τη σημασία «κύριος, αρχηγός με εξουσία, άρχοντας».ΠΑΡ. αυθεντία, αυθεντικόςμσν.- νεοελλ.αυθεντεύωνεοελλ.αφεντάκης, αφεντεύω, αφεντιά.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό σειράς συνθέτων με την σημ. του «πλούσιος, αρχοντικός» — πρβλ. σύνθ. αρχοντο-) νεοελλ. αφεντάνθρωπος, αφεντογυναίκα, αφεντομαθημένος, αφεντόπαιδο, αφεντόπουλο, αφεντόσπιτο, αφεντότοπος].
Dictionary of Greek. 2013.